σταφιδιάζω — σταφιδιάζω, σταφίδιασα, σταφιδιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σταφιδιάζω — Ν [σταφίδα] 1. (για σταφύλι) ξηραίνομαι, μεταβάλλομαι σε σταφίδα 2. μτφ. (για πρόσ. και πράγμ.) στεγνώνω, ζαρώνω, ρυτιδιάζω, ιδίως λόγω αρρώστιας ή γηρατειών … Dictionary of Greek
αποσταφιδώνω — κ. σταφιδιάζω (Α ἀποσταφιδούμαι, όομαι) ξεραίνω τα σταφύλια για να γίνουν σταφίδες … Dictionary of Greek
προσταφιδούμαι — όομαι, Α (για σταφύλια) σταφιδιάζω, γίνομαι σταφίδα πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σταφιδῶ «κάνω σταφίδα ξεραίνοντας το σταφύλι»] … Dictionary of Greek
σταφίδιασμα — το, Ν [σταφιδιάζω] 1. η ωρίμαση τών σταφυλιών και η μεταβολή τους σε σταφίδα 2. μτφ. (για πράγμ. και πρόσ.) ζάρωμα, στέγνωμα, ρυτίδιασμα … Dictionary of Greek
stafidă — STAFÍDĂ, stafide, s.f. Boabă uscată şi fără seminţe a anumitor specii de struguri (folosită la prepararea unor mâncăruri şi prăjituri). [var.: strafídă s.f.] – Din ngr. stafídha. Trimis de RACAI, 07.12.2003. Sursa: DEX 98 STAFÍDĂ s. (reg.)… … Dicționar Român